pspaalumni@yahoo.gr

Στόχος μας

Σύλλογος Αποφοίτων τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών

Στόχος μας

Του Ερμή Σούλη, Πολιτικού Επιστήμονα

Όπως αναφέραμε και σε προηγούμενο άρθρο στις ευκαιρίες που πρέπει να εκμεταλλευθούμε,, ώστε να απεγκλωβιστούμε όσον το δυνατόν ταχύτερα από την κρίση, συγκαταλέγονται και οι προοπτικές των ελληνορωσικών σχέσεων και γενικότερα των σχέσεων της Ελλάδος με τις χώρες BRIC.  Για να είμαι απολύτως κατανοητός, δεν υπονοώ την απομάκρυνσή μας από την Ευρώπη και την ολική ταύτισή μας με τη Ρωσία ή γενικότερα με τις BRIC.

Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η Ελλάς μπορεί να παραμένει ένας παθητικός αποδέκτης των επιλογών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα των Γερμανών. Όπως χαρακτηριστικά μου αναφέρει σε συζήτηση που είχαμε ο κ. Νίκος Κοτζιάς « η Ελλάδα οφείλει να αναπτύξει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, βασισμένη  σε δύο επίπεδα. Το ένα είναι το διμερές επίπεδο και το δεύτερο είναι να αναπτύξει τις σχέσεις της με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατός έως ενός σημείου, ο επηρεασμός της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Ο επηρεασμός της ευρωπαϊκής πολιτικής  είναι στοιχείο της προταθείσας συνεργασίας μας με τη Ρωσία όπου  η Ελλάς έχει πλεονέκτημα στο να αναπτύξει αυτές τις σχέσεις. Δηλαδή στο βαθμό που συμπίπτουν στοιχεία της εξωτερικής μας πολιτικής με στοιχεία της ρωσικής εξωτερική πολιτικής, να τα προωθούμε στην Ευρώπη και να καθιστούμε την ελληνική εξωτερική πολιτική, ευρωπαϊκή.

Προσωπικά θεωρώ πως θα πρέπει να είμαστε εχθροί του λεγόμενου εξευρωπαϊσμού που θεωρεί ότι εξευρωπαϊσμός είναι κάτι ξένο από εμάς, το οποίο απλώς εμείς πρέπει να το αποδεχτούμε. Αλλά να είμαστε οπαδοί μιας ελληνικής στρατηγικής επηρεασμού αυτού που ονομάζουν ελληνική ευρωπαϊκή πολιτική. Οπότε σε αυτή τη περίπτωση πρέπει να δούμε τις ευρωπαϊκές πολιτικές και σε ποιο βαθμό είναι επηρεασμένες ή και αν  πρέπει να επηρεαστούν από την Ελλάδα, ώστε πρώτον να ανταποκρίνονται στα ελληνικά συμφέροντα και δεύτερον να διευκολύνουν τις σχέσεις μας με τους Ρώσους. Σε άμεση συνάρτηση του προηγουμένου,  η Ελλάς οφείλει να παίξει ένα καθοριστικό ρόλο ευρωπαϊκής γέφυρας με τη Ρωσία, αντίστοιχο με αυτόν που μονομερώς έχει αναπτύξει η Γερμανία. 

Η Ελλάδα είναι μια ευρωπαϊκή χώρα που δικαιούται και πρέπει να έχει μια πολιτική απέναντι στη Ρωσία τόσο στα διμερή όσο και στα θέματα με την Ευρώπη και ο στόχος να είναι η ανάπτυξη αυτών των σχέσεων. Οφείλουμε να διαδραματίσουμε πιο ενεργό ρόλο στην ιδέα της ρωσο – ευρωπαϊκής συνεργασίας.

Κατά συνέπεια η Ελλάς οφείλει να υπερασπιστεί το δικαίωμα της αυτοτέλειάς της στις διμερείς σχέσεις και επηρεασμού στις πολυμερείς σχέσεις Ευρώπης και Ρωσίας και να γίνει χρήσιμη στην Ευρώπη και σεβαστή. Όπως παρατηρούμε, με προσεκτικές κινήσεις, χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η Γερμανία και λιγότερο η Γαλλία και η Ιταλία και προσφάτως η Ολλανδία κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Γιατί όχι και εμείς; Αν η Ελλάδα υπερβεί τον Ρουβικώνα και αναπτύξει αυτοτελώς τις σχέσεις  της αμέσως θα γίνει χρήσιμη στην Ευρώπη.

Αναφορικά με τη χρησιμότητα της Ελλάδος στην Ευρώπη, η ελληνική εξωτερική πολιτική αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα αυτή την εποχή. Πιστεύει ότι η προσαρμοστικότητά της και η απόδειξη εμπιστοσύνης απέναντι στους δυτικούς μας συμμάχους θα της αποδώσει κέρδη. Αυτό διαψεύδεται ιστορικά. Επομένως, επιτακτική ανάγκη δεν είναι η απόδειξη εμπιστοσύνης αλλά η απόδειξη της χρησιμότητας μας στην Ευρώπη. Η μία παραλλαγή της χρησιμότητας μας, η οποία είναι η  βραχυπρόθεσμη και είναι κρίσιμη, είναι αυτή της αποτροπής της επέκτασης της ρωσικής επιρροής. Η δεύτερη χρησιμότητα, η οποία προσωπικά είναι σημαντικότερη, είναι ότι διαθέτουμε εκείνη την απαραίτητη ειδίκευση στις σχέσεις μας με τη Ρωσία όπως και με άλλες χώρες με τις οποίες διαθέτουμε πάρα πολλούς ιστορικούς πολιτιστικούς θρησκευτικούς δεσμούς. Αυτή τη χρησιμότητα οφείλουμε να προτάξουμε και να αναδείξουμε συντονισμένα.

Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ένα γεγονός υψίστης σημασίας. Γνωρίζουμε πως στις διεθνείς σχέσεις δεν υφίστανται φίλοι, αλλά κοινά συμφέροντα. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τις διαφορές μας με χώρες όπως η Τουρκία. Ιστορικά δεν υπήρξαμε αποικιακή δύναμη. Δεν σταθήκαμε ενάντια τους σε συστηματική βάση, ούτε ενεργήσαμε τακτικά ως ανδρείκελα μεγάλων αυτοκρατοριών εις βάρος τους. Επιπλέον απουσιάζουν από το ενεργητικό μας οι μαζικές εξοντώσεις και γενοκτονίες πληθυσμών. Επομένως όλα αυτά μας καθιστούν έναν εταίρο δυτικό, ο οποίος δεν είναι επιβαρυμένος αρνητικά απέναντι σε χώρες όπως η Ρωσία. Άρα νομοτελειακά καλούμαστε και οφείλουμε να παίξουμε έναν πιο ειδικό ρόλο. Η Ρωσία και η Ευρώπη έχουν συμπληρωματικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, τα οποία θα μπορούσαν, μέσω της συνεργασίας να εκμεταλλευθούν και βελτιώσουν τα πρώτα μειώνοντας αντίστοιχα τα δεύτερα.

Η  Ρωσική Ομοσπονδία είναι μια μεγάλη δύναμη στο παγκόσμιο ορίζοντα, που ακόμα έχει λανθασμένη εικόνα για τον εαυτό της και στην οποία πρέπει να συμπεριφέρεσαι με σεβασμό. Είναι σημαντικό να ειπωθεί πως πρόκειται για μία από τις πιο σχολαστικές παγκοσμίως χώρες στη «σημειολογία του πρωτοκόλλου». Είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και έχει συμφέροντα παντού στο κόσμο, σε περιοχές που η Ελλάς είτε δεν έχει άμεσα συμφέροντα ή δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι έχει. Ταυτόχρονα, η Ευρώπη στις ίδιες περιοχές επίσης έχει συμφέροντα και προωθεί στρατηγικές.

Η Ελλάς δεν έχει αναπτύξει πολιτικές σε αυτές τις περιοχές. Θα φέρουμε ένα παράδειγμα, αυτό της περιοχής του Καυκάσου. Ποιο είναι το ελληνικό συμφέρον στον Καύκασο; Ποιο είναι εκείνο το πεδίο συνεννόησης, ώστε να στηρίξει η Ελλάδα τη Ρωσία για την πολιτική της στον Καύκασο εντός της ΕΕ και αντίστοιχα να στηρίξει η Ρωσία την Ελλάδα σε ένα εθνικό της ζήτημα; Δεν έχουμε αντιληφθεί την ΕΕ ως ένα πεδίο μέσα από το οποίο να στοχεύουμε στην  ανάπτυξη σχέσεων στρατηγικών με τη Ρωσία, με τρόπο που να συμπεριλαμβάνει και τα ελληνικά συμφέροντα και να εξυπηρετεί την ανάπτυξη των ελληνορωσικών  σχέσεων, μέσα από την επιλεκτική υπεράσπιση ρωσικών δίκιων, τα οποία άλλοι θέλουν να καταπατήσουν.

Στην Ευρώπη πρέπει να διοχετεύουμε όχι μόνο τα δικά μας άμεσα στενά συμφέροντα, αλλά να παρέχουμε βοήθεια σε χώρες με τις οποίες επιθυμούμε καλές σχέσεις στο βαθμό που είναι δίκαια τα αιτήματά τους. Όταν υπάρχει στην Ευρώπη μία συγκρουσιακή κατάσταση ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα, πώς επιλέγουμε ποιο στρατόπεδο θέλουμε να εξυπηρετήσουμε; Και πώς αυτό το προωθούμε ως φιλική στάση, για παράδειγμα απέναντι στη Ρωσία; Δυστυχώς τρίτοι  διαπραγματεύονται για εμάς απέναντι στη Ρωσία. Άρα εδώ απαιτείται μια αυτοτελή ενεργητική εξωτερική πολιτική και πάντα δημοκρατική. Οφείλουμε να αποτινάξουμε  τον ρόλο του συνέταιρου στον οποίο δεν έχουν τη δυνατότητα να βασιστούν  λόγω της υποτακτικής μας σχέσης με τους Αμερικανούς και τώρα με τους Γερμανούς.

Ένα άλλο ουσιαστικό ζήτημα που αφορά τις ελληνορωσικές σχέσεις είναι οι αντίστοιχες ρωσοτουρκικές, ειδικά οι εμπορικές είναι τόσο αναπτυγμένες που μπορεί να μας προκύψουν άμεσα προβλήματα. Η Τουρκία χάραξε για παράδειγμα μια ενεργειακή πολιτική που δεν υλοποιήσαμε εμείς, αλλά δεν έχει το βάρος της αμυντικής ιστορίας που διαθέτουμε. Με ορθές, στοχευμένες και πάντα αμοιβαίες κινήσεις, μπορούμε να εκτελέσουμε πιο εύκολα αυτό τον ρόλο. Η Τουρκία όπως γνωρίζουμε λειτουργεί ανταγωνιστικά στους τουρκογενείς πληθυσμούς της Ρωσικής επικράτειας και της πρώην ΕΣΣΔ και της Κίνας. Είναι ένα ζήτημα το οποίο αποτελεί ένα πεδίο συνεργασίας και συμμαχίας με τη Ρωσία και την Κίνα.

Αναμφίβολα, υπάρχουν με τη Ρωσία και την Κίνα  κοινά πεδία συμφερόντων, πέραν των οικονομικών. Τα θρησκευτικά συμφέροντα, οι χειρισμοί των μειονοτήτων, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα, όπως το κυπριακό και η αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας στο Αιγαίο, όπου οι Ρώσοι επιθυμούν να έχουν ανοικτούς διαδρόμους στη Μεσόγειο και οι Κινέζοι αντιμετωπίζουν το θέμα γκρίζων ζωνών στη νότια κινέζικη θάλασσα. Μην ξεχνάμε το θέμα της Κύπρου και το αντίστοιχο της Κίνας με την Ταϊβάν, τις οικονομικές σχέσεις Ρωσίας – Κύπρου, αλλά και τη συνεχή ρωσική στήριξη ενάντια στην παράνομη τουρκική κατοχή του βόρειου τμήματος της, με τα ψηφίσματα στον ΟΗΕ.

Όλα αυτά αποτελούν πεδία συνεργασίας, η βαρύτητα των οποίων δεν διακρίνεται ευθέως. Λόγω του ότι δε συνιστούν πεδία άμεσης οικονομικής σύμπραξης, οφείλουμε να τα προσεγγίσουμε υπό το πρίσμα της συγκριτικής πολιτικής. Αυτό που επισημαίνω είναι ότι αντιμετωπίζουμε όμοιας δομής θέματα, τα οποία  αφορούν άμεσα πεδία της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, στα οποία μπορούμε να συνεργαστούμε για να την αντιμετωπίσουμε από κοινού.

Το μεγάλο πρόβλημα μας με τη Ρωσία είναι πως δεν έχουμε αναπτύξει επαρκώς τις διμερείς μας σχέσεις, δεν έχουμε αναγνωρίσει τη σημασία που έχουν για τις διμερείς μας σχέσεις οι σχέσεις μέσω τρίτων περιφερειακών διεθνών οργανισμών  για τη συνεργασία και διασφάλιση κοινών συγκριτικών συμφερόντων.

Οι δυνατότητες ανάπτυξης των διπλωματικών, οικονομικών και πολιτισμικών σχέσεων με τη Ρωσία είναι υπαρκτές. Η Ρωσία λόγω της οικονομικής της ανάπτυξης δύναται να αποτελέσει πηγή οικονομικών επενδύσεων στην ενέργεια, στην αμυντική βιομηχανία, πηγή άφιξης νέων ρευμάτων τουρισμού.

Επιπροσθέτως έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως καταλυτικός παράγοντας ενίσχυσης του εμπορίου ως αποδέκτης εξαγωγών γεωργικών,  κτηνοτροφικών και άλλων προϊόντων μας, εξαιτίας του μεγέθους της αγοράς της και της έλλειψης σε προϊόντα που εμείς διαθέτουμε.

Τα σημεία εκείνα,  μέσω των οποίων θα επιτευχθεί μια αμοιβαία επωφελής συνεργασία και όπου τα συμφέροντα των δύο χωρών, δύναται να συμπλεύσουν, εμπεριέχονται στους τομείς της ενέργειας, του τουρισμού, της οικονομίας και του πολιτισμού. Ο πολιτισμός, αποτελεί ένα τεράστιας σημασίας κεφάλαιο για τις ελληνορωσικές σχέσεις.

Οι βαθιές ιστορικές ρίζες των πολιτισμικών δεσμών των δύο χωρών καθιστούν επιτακτική την ανάγκη λήψης αποφάσεων και με κεντρική κατεύθυνση από την συντεταγμένη πολιτεία, με σκοπό τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στη Ρωσία, την ενίσχυση των ελληνορωσικών πολιτιστικών σχέσεων, την αξιοποίηση των Ελλήνων της νότιας Ρωσίας και των Ρώσων στην Ελλάδα, με την ταυτόχρονη αξιοποίηση του υπάρχοντος ιστορικού δυναμικού κεφαλαίου. Το τελευταίο αντλείται από την περίοδο του απόγειου του Βυζαντίου, επί αυτοκράτορος Βασιλείου Β΄, εκχριστιανισμού των Ρώς με τη βάπτιση του Πρίγκηπος Βλαδίμηρου και αναζωογονείται δια της κοινής Ορθοδόξου πίστεως.

Συμπερασματικά, η Ελλάς είναι αναγκαίο να εκμεταλλευθεί όλους τους συντελεστές ισχύος της για την επίτευξη των στόχων της, αφού βέβαια πρώτα τους ιεραρχήσει. Με τη Ρωσία, όπως και με τις περισσότερες χώρες των BRIC, μας συνδέει η ιστορικότητα της ταυτότητας και του πολιτισμού μας, έχουσα βαρύνουσα σημασία.

Με προσεκτικές διπλωματικές στοχεύσεις με κατεύθυνση τη Ρωσία, όπως η διπλωματία των αγωγών, η οικονομική διπλωματία και η πολιτισμική διπλωματία, η Ελλάς έχει τη δυνατότητα να αποκομίσει  σημαντικά οφέλη από τη μεταξύ τους σχέση. Αυτοί οι τομείς εξάλλου αποτελούν και τις βάσεις, τα θεμέλια πάνω στα οποία η Ελλάς θα βασιστεί, ώστε να διασφαλίσει την ύπαρξή της στο μέλλον στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και τη θέση της σε αυτό.