Ο «μύθος» του δημοκρατικού ελλείμματος – Tο ζήτημα της ισηγορίας στην θεσμική ενωσιακή πολιτική
Η μελέτη του ευρωπαϊκού παραδείγματος ομοιάζει ως το ιδανικά επικρατέστερο για την αναζήτηση τέτοιου είδους κριτικών εργαλειακών μεθόδων που μέσω των δικαιοκρατικών τύπων είναι εφικτό να ανακαλυφθούν πολιτικά πρότυπα που ενσωματώνουν ενεργά την πολιτική έκφραση των πολιτών, αναπτύσσοντας έναν πατριωτισμό πολιτικής συνταύτισης σε θέματα που απασχολούν από κοινού το παρόν και το μέλλον του πολιτισμού.
Γράφει η Δρ. Βέρα Σπυράκου
Αναντιρρήτως η ΕΕ δεν επαρκεί να προσεγγίζει τους πολίτες της δια μέσου ειδικής βαρύτητας πολιτικών πρωτοβουλιών, όπως η εκπαιδευτική πολιτική ή το εργασιακό ευρωπαϊκό δίκαιο, ούτε πως αυτό απαιτείται προκειμένου να διευθετηθεί ή ελαχιστοποιηθεί το δημοκρατικό έλλειμμα.
Τουναντίον, αν θεωρήσουμε πως το δημοκρατικό έλλειμμα, το οποίο κατανοούμε εδώ, ως μία συμβολική επινόηση να περιγράψει την έλλειψη πολιτικής των πολιτών άρα και της «απουσίας ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής» [1] εν τω συνόλω, σε συνδυασμό με την ευαισθησία που επιδεικνύουν οι δημοκρατικές διαδικασίες στη σύγχρονη πραγματικότητα που προϋποθέτει την προσμέτρηση παραγόντων βάσει της ψυχολογικής και επικοινωνιακής συνιστώσας, δεν είναι παρά μία αντιδραστικά δομημένη πλάνη όσον αφορά την κριτική που του ασκείται σε επίπεδο «θεσμικού πλούτου», άρα και γραφειοκρατισμού, τότε ίσως η συζήτηση αλλάζει μορφή ρυθμιστικού πλαισίου και πεδίου αποσαφήνισης.
Η δεδομένη γραφειοκρατική φύση ενός υπερεθνικού οργανισμού δεν αποκλείει τη δυνατότητα γνωριμίας με τις λειτουργίες του με παραδεδεγμένους ποικίλους τρόπους και διαδικασίες είτε σε πρωτογενές υλικό είτε σε δευτερογενή κλίμακα, με άμεση ατομική πρόσβαση στις πηγές ή με έμμεση διαμεσολάβηση, γεγονός που έχει επιτευχθεί από την ΕΕ, ως κανονιστικό πλαίσιο ενημέρωσης και διαθέσιμης γνώσης πέραν των βασικών λειτουργιών του οργανωτικού πλουραλισμού για τον οποίο διακρίνεται. Το δημοκρατικό έλλειμμα, υπό αυτή την έννοια, δεν υφίσταται.
Η θέαση η οποία επιβεβαιώνει αυτό που θα ονομάζαμε δημοκρατική αναποτελεσματικότητα, μία κατά τα άλλα εγγενής ιδιαιτερότητα της ίδιας της «πολυμορφικότητας» της δημοκρατίας [2], είναι η άγνοια των πολιτών, ή η ανεπαρκής συμμετοχή και εκπροσώπησή τους στον μοναδικό θεσμό στον οποίο έχουν έμμεση πρόσβαση, δηλαδή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο άρα και βούληση άσκησης των δικαιωμάτων τους όπως αυτά, απαντώνται στο πλαίσιο των πολιτειακών προνομίων εντός του νομικού πλαισίου των ευρωπαϊκών κρατών.
Αυτό προκύπτει λόγω καθ’ αυτού του δημοκρατικού νομιμοποιητικού πλαισίου, στο οποίο υπόκειται η ίδια η θεώρηση του δημοκρατικού θεσμού το οποίο φαίνεται να επιζητά τη μετεξέλιξή του. Ομοίως στην ακαδημαϊκή συζήτηση ορισμένοι πολιτικοί αναλυτές, όπως ο Moravscik [3], o Majone [4], o Crombez [5] υποστηρίζουν τη μη ύπαρξη δημοκρατικού ελλείμματος υπογραμμίζοντας πως η ΕΕ είναι δημοκρατική και νομιμοποιημένη, μέσω των σύμφωνων διαδικασιών των επιμέρους εθνικών συνταγμάτων που αντιστοίχως είναι νομιμοποιημένα εκπροσωπευτικά από τους πολίτες των κρατών-μελών [6].
Συνεπώς, πρόκειται για μία μορφή αμφισβήτησης, ή καλύτερα, επανεξέτασης της σύγχρονης μορφής του πολιτεύματος. Υπό αυτή την έννοια, το δημοκρατικό έλλειμμα, το οποίο υφίσταται, απαντά στην ίδια τη δημοκρατία και τις δομές της, συγκεκριμένα όπως οι σύγχρονες δημοκρατίες λειτουργούν και οργανώνονται σε πολιτικά μορφώματα διά μέσου της συμβολής των πολιτών και των θεσμοκρατικών οργάνων.
Συνακόλουθα θεωρούμε εδώ, πως το δημοκρατικό έλλειμμα προσιδιάζει περισσότερο πρακτικά, για παράδειγμα, σε ένα εκλογικό έλλειμμα λόγω θεσμικής πολυπλοκότητας από κράτος σε κράτος, σε συνδυασμό με την «ελλειμματική» δημοκρατική θεωρία, η οποία προκύπτει ως προβληματική διότι είθισται να παρεκκλίνει «δημοκρατικά» συχνά σε νομοπαραγωγικό, εκτελεστικό και εν τέλει εκπροσωπευτικό επίπεδο αναλόγως των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων των ανά ευρωπαϊκό κυβερνητικό σύστημα.
Ο Galli, υπό το πρίσμα της ελλιπούς εκπροσώπησης του πολίτη και σε τελική ανάλυση της ουσιαστικής χρήσης της πολιτειακής ιδιότητας, επισημαίνει πως «[…] η ίδια η δημοκρατία είναι κομμάτι της νεωτερικής αλλοτρίωσης, της διάστασης ανάμεσα στον πολίτη και στον άνθρωπο ως μέρος του λαού» [7] και συνεχίζει τονίζοντας πως «η ιδιότητα του πολίτη, καθολική και σύννομη, νομιμοποιημένη από το σύνολο στο όνομα των ατομικών δικαιωμάτων, δεν είναι η διακυβέρνηση του λαού». Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον αυτό είναι εφικτό ή επαρκώς οργανωμένο στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού σχεδίου αλλά και γενικότερα.
Η Δημοκρατία ορίζεται ως η αποκλειστική εξουσία του εκάστοτε λαού να καθορίζει τη μορφή και λειτουργικότητα του πολιτεύματός του όχι μόνο μέσω της αποδοχής και τήρησης των νορμών που εκπροσωπούν το κράτος, την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο αλλά και με στόχο τον ίδιο ως αναπόσπαστη δημοκρατική θεσμική προσωπικότητα σε διαστάσεις έλλογης και αυτεξούσιας συλλογικότητας με πολιτειακά δικαιώματα και αντίστοιχες υποχρεώσεις σε αντιπροσωπευτικό και διαβουλευτικό επίπεδο.
Βάσει των παραπάνω η δημοκρατία προκύπτει ως ελλειμματική λόγω της απουσίας ενός τέτοιου λαού, ή αλλιώς «Δήμου», ή σε ευρωπαϊκό επίπεδο «Υπερεθνικού Δήμου» καθώς και η δημοκρατική αναποτελεσματικότητα, εν προκειμένω να θεωρείται αμφίδρομη, από πλευράς ευρωπαϊκών οργάνων απρόσωπη μεν, κανονιστιστικά αντιμετωπίσιμη και αναγνώσιμη δε, ενώ από την πλευρά των πολιτών ενίοτε εκλαμβάνεται ως αδιαφορία, δίχως να αποκλειστεί και η άγνοια ως μία μεταβλητή πολυπαραγοντικών αιτίων, σε διαφορετικά επίπεδα τα οποία διαμορφώνουν ένα σύνθετο, αν όχι συχνά δυστοπικό, περιβάλλον. Επιπροσθέτως, πρέπει να ληφθεί υπόψιν πως η συνθετότητα της αντιμετώπισης της ύπαρξης ή μη δημοκρατικού ελλείμματος έγκειται και στο γεγονός του πώς αντιμετωπίζεται η ίδια ΕΕ ως πολιτικό οργανωμένο σύστημα, προκειμένου να αποσαφηνιστεί η λειτουργία της.
Εν προκειμένω, αν αντιμετωπιστεί κατά το ομοσπονδιακό πρότυπο υπερβαίνοντας τον εθνικό περιορισμό στην άσκηση πολιτικής, το δημοκρατικό έλλειμμα μπορεί να αντισταθμιστεί μέσω της άρσης των βέτο και την παράλληλη ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άρα μίας κατ’ ομολογία υπερεθνικής πολιτικής επιλογής με επίκεντρο τους πολίτες.
Στην περίπτωση δε που εξετάσουμε την ΕΕ ως διακυβερνητικό οργανισμό, το προσκήνιο καταλαμβάνει ο αμοιβαίος σεβασμός των εθνικών πολιτικών των κρατών-μελών προσδίδοντας περιορισμένο χαρακτήρα αρμοδιοτήτων στην ΕΕ με μία ταύτιση παρόλα αυτά όσον αφορά την επιδίωξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αποδυναμώνοντας έτσι την ύπαρξη δημοκρατικού ελλείμματος, κάτι που ισχύει και στην περίπτωση που θεωρήσουμε πως η ΕΕ συγκλίνει αποκλειστικά στην οικονομική συνεργασία των κρατών-μελών ως ανεξάρτητη αρχή θέσπισης αποτελεσματικής οικονομικής ανάπτυξης άνευ δημοκρατικής συντονιστικότητας από τους πολίτες και για τους πολίτες της, πρόκειται όμως για προϋπόθεση αν θεωρήσουμε πως το πρότυπο αποφυγής του δημοκρατικού ελλείμματος είναι η διαφοροποιημένη ολοκλήρωση, μέσω της αυτόβουλης συμμετοχής ή πειραματισμού των κρατών στη διαδικασία υιοθέτησης και χάραξης κοινών πολιτικών ανάπτυξης [8].
Για την κατανόηση του φαινομένου απαιτείται να εμβαθύνουμε συνυπολογίζοντας διερευνητικά τους ψυχολογικούς, οικονομικούς και συνακόλουθα τους κοινωνικό-ταξικούς παράγοντες διαφοροποίησης, είτε όταν πρόκειται για τη θετική στάση των πολιτών απέναντι στις πολιτικές της ΕΕ είτε για την ευρωσκεπτικιστική αντιμετώπιση ως προδιάθεση ή ως ένα αποτέλεσμα ανακολουθιών που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή, όπως η George το περιγράφει υπό ανθρωποκεντρικό στοχασμό, η ΕΕ, «όπως υφίσταται σήμερα, δεν προσφέρει πλέον αυτές τις προοπτικές για τη δημοκρατία», επεξηγώντας έτσι, τους λόγους που κάτι τέτοιο συμβαίνει «τα θεσμικά της όργανα, και ιδίως η Επιτροπή, υπονομεύουν τόσο την οικονομική όσο και την κοινωνική ασφάλεια», θίγοντας το ζήτημα της κοινωνικής πολιτικής ως αρμοδιότητας αμιγώς των κρατών-μελών και στην πολιτική που ακολουθούν ώστε να αντιμετωπιστούν οι πιέσεις της αγοράς με πολιτικό πρόσημο.[9]
Η Βέρα Σπυράκου είναι Διδάκτωρ Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου
Βιβλιογραφία
1. https://eur-lex.europa.eu/summary/glossary/democratic_deficit.html?locale=en
2. Σύμφωνα με τον Τσάτσο, η δημοκρατία «δεν συνιστά ένα εκ των προτέρων δεδομένο, […] θεσμικό σχήμα. Αντίθετα, είναι έννοια ιστορική και προκύπτει και από τις πολιτικές, οικονομικές, γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες του χώρου εφαρμογής της», με άλλα λόγια «η δημοκρατική αρχή αναπτύσσει νομιμοποιητική αποτελεσματικότητα, εγγυάται δηλαδή ότι πράγματι η παραγωγή πολιτειακών και πολιτικών αποφάσεων ανάγεται στον δήμο μόνο εφόσον και στο μέτρο που οργανώνεται κατά τρόπο θεσμικά κατάλληλο για τη νομιμοποιητική λειτουργία του συγκεκριμένου δήμου, όπως αυτός εμφανίζεται σε μία συγκεκριμένη ιστορική φάση με τις ιδιαιτερότητές του και τις αντίστοιχες νομιμοποιητικές του ανάγκες». Και επισημαίνει πως «όπως άλλωστε κάθε δικαιική ρύθμιση με θεμελιακό χαρακτήρα, προσλαμβάνει το εκάστοτε απολύτως συγκεκριμένο νόημά της, δηλαδή το απολύτως συγκεκριμένο δεοντολογικό και αξιακό της περιεχόμενο, από τις διαφορετικές κατά περίπτωση ιστορικοπολιτικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν την ιδιαιτερότητα του χώρου εφαρμογής της», τονίζοντας πως «μόνο στο βαθμό που η δημοκρατική αρχή στη συγκεκριμένη θεσμική μορφή της ανταποκρίνεται και στη συνέχεια ερμηνευτικά διαμορφώνεται […] αναδεικνύει κανονιστική αποτελεσματικότητα. Η δημοκρατική αρχή, ακόμα και εκεί όπου η θέσπισή της δεν είναι προσχηματική, αλλά πολιτειακά λιγότερο ή περισσότερο ειλικρινής, υλοποιείται με διαφορετική κάθε φορά θεσμική έκφραση, έκταση, πληρότητα και ουσιαστικό περιεχόμενο». Στο, Τσάτσος, Δ. Θ. (2010). Πολιτεία. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Σελ. 360.
3. Χαρακτηριστική η μελέτη Moravcsik, A. (2004). Is there a ‘democratic deficit’in world politics? A framework for analysis. Government and opposition, 39(2), 336-363.
4. Majone, G. (1998). Europe’s ‘democratic deficit’: The question of standards. European law journal, 4(1), 5-28 καθώς και στο Majone, G. (2010). Transaction-cost efficiency and the democratic deficit. Journal of European Public Policy, 17(2), 150-175.
5. Crombez, C. (2003). The democratic deficit in the European Union: Much ado about nothing?. European Union Politics, 4(1), 101-120.
6. Φραγκονικολόπουλος, Χ. Α. (2017), Ευρωπαϊκή Ένωση: Η Αναπόφευκτη Πρόκληση της Δημοκρατικής Νομιμοποίησης, Παλιές Έννοιες και Νέες Προκλήσεις, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, σελ. 40 – 43. Ο Φραγκονικολόπουλος αναφέρεται συγκεκριμένα –μεταξύ άλλων– και σε μελέτες των A. Moravcsik και G. Majone όπως επί παραδείγματι στα Moravcsik, A. (1993). Preferences and power in the European Community: a liberal intergovernmentalist approach. JCMS: Journal of Common Market Studies, 31(4), 473-524 και Majone, G. (2002). The European Commission: the limits of centralization and the perils of parliamentarization. Governance, 15(3), 375-392.
7. Galli, G. (2016). Η Αμηχανία της Δημοκρατίας. Μετάφραση: Π. Δημητρολόπουλος. Αθήνα: Πόλις. Σελ. 56.
8. Φραγκονικολόπουλος, Χ. Α. (2017), ό.π., σελ. 44-46. Βλ. επίσης και την ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική μελέτη των Hennette, S. και Piketty, T. και Sacriste, G. και Vauchez, A. (2017), Για μια Συνθήκη Εκδημοκρατισμού της Ευρώπης, μετάφραση: Δ. Η. Αντωνίου, Αθήνα: Πόλις.
9.George, S. (2009), Εμείς, οι Λαοί της Ευρώπης, Ο διαρκής αγώνας για τα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών. Εισαγωγή Χ. Α. Φραγκονικολόπουλος. Μετάφραση: Α. Κακαρούκας. Αθήνα: Οξύ. Σελ. 254.