pspaalumni@yahoo.gr

«Εύκαμπτες πραγματικότητες» Νέων Τεχνολογιών στον Τουρισμό: Ευρωπαϊκά Δεδομένα και Προοπτικές

Σύλλογος Αποφοίτων τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών

«Εύκαμπτες πραγματικότητες» Νέων Τεχνολογιών στον Τουρισμό: Ευρωπαϊκά Δεδομένα και Προοπτικές

Σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την ψηφιακή οικονομία (Ιούλιος 2017), 54% του μεριδίου της ψηφιακής αγοράς προέρχεται από διαδικτυακές υπηρεσίες εταιρειών με έδρα τις Η.Π.Α., 42% από υπηρεσίες διαδικτύου εγκατεστημένες στα κράτη – μέλη και, μόλις, 2% από διασυνοριακές ευρωπαϊκές πλατφόρμες.

Γράφει ο Αντώνης Τσαχάκης*

Στο πλαίσιο της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης που διανύουμε κι, ειδικότερα, του, περίπου, 10% συνεισφοράς του τουριστικού κλάδου στο εγχώριο ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και των 26 εκατομμύρια εργαζομένων σ’αυτόν , η ανάγκη για την Ενιαία Ψηφιακή Ευρωπαϊκή Αγορά που, ενσωματώνοντας κι ολοκληρώνοντας τις προηγμένες τεχνολογίες της εποχής (κβαντική υπολογιστική, ρομποτική, βιοτεχνολογία, τεχνητή νοημοσύνη, ασύρματο δίκτυο πέμπτης γενιάς – 5G, πλήρη αυτοματοποιημένα οχήματα και άλλες), θα μπορέσει να εξισορροπήσει το τεχνολογικό χάσμα μεταξύ των κρατών – μελών στο χώρο και να μεγιστοποιήσει το μερίδιο συνεισφοράς της ως ποσοστό επί της οικονομικής μεγέθυνσης της ευρωπαϊκής ψηφιακής οικονομίας συνολικά.

Περνώντας από τη δεύτερη φάση των ψηφιοποιημένων επιχειρηματικών οικοσυστημάτων (2000 – 2010) στην τρέχουσα φάση της πλήρους ενσωμάτωσης των ψηφιακών συστημάτων (2010 κι εφ’εξής), προσεγγίζεται, σταδιακά, η ενοποίηση φυσικής και εικονικής πραγματικότητας στην πράξη. Καινοτόμα επιχειρηματικά μοντέλα τουρισμού (με πλέον προβεβλημένο παράδειγμα, ίσως, το «μοντέλο πρόσβασης» της Airbnb που αξιοποιεί περιουσιακά στοιχεία τρίτων για να τα διαθέσει προσωρινά έναντι προμήθειας), αλλαγή του ρόλου των παραδοσιακών τουριστικών οργανισμών με, προοδευτικά, περιορισμένη άμεση επιρροή στην ανάπτυξη προορισμών και, ουσιαστικά, αντικατάσταση των κλασικών εννοιών «παραγωγού» και «καταναλωτή» με ένα είδος επισκέπτη ο οποίος παράγει και καταναλώνει τα δικά του «αυτο – επινενοημένα» εικονικά αγαθά και τις δικές του εικονικές υπηρεσίες (σχετικοποίηση νόμων προσφοράς και ζήτησης), μεταβάλλουν ριζικά το βασικό οικονομικό πρόβλημα.

Στην κατεύθυνση της άμεσης κι έντονης «ψηφιακής διαταραχής» (digital disruption) στην οποία βρίσκεται, ήδη, ο τουριστικός κλάδος διεθνώς,3 η εισαγωγή εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης (AI applications) αποβλέπει στη διευκόλυνση και το αμοιβαίο όφελος όλων των συντελεστών του τουριστικού κυκλώματος πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας της ταξιδιωτικής εμπειρίας των επισκεπτών.

Αρχικά, οι επισκέπτες, πριν το σχεδιαζόμενο ταξίδι, έχουν ανάγκη να λάβουν μια ακολουθία αποφάσεων, απείρου μεγέθους εναλλακτικών, σε σχέση με τον επιθυμητό προορισμό, το είδος της μετακίνησης, τη φιλοξενία και τις προσφερόμενες δραστηριότητες μεταξύ άλλων. Την ίδια απαίτηση, ωστόσο, αντιμετωπίζουν και οι τουριστικοί πράκτορες όταν καλούνται να κάνουν αντιστοίχηση των αναγκών των πελατών τους με τον άπειρο αριθμό εναλλακτικών πακέτων διακοπών.

Σ’αυτές τις δραστηριότητες απαιτείται, συνεπώς, ηλεκτρονική παρουσία κι αντίστοιχο αποτύπωμα των χρηστών, τα οποία, με τη συνδρομή της ανάλυσης μεγάλων δεδομένων (big data analytics), μπορεί να αποτυπωθεί, ήδη, ένα αρχικό ιστορικό δεδομένων. Βάσει αυτού του ιστορικού χρηστών, τα προηγμένα «συστήματα συστάσεων» (recommender systems) αντιστοιχούν τα προσφερόμενα πακέτα, βελτιστοποιώντας τη μελλοντική εμπειρία των επισκεπτών. Επιπροσθέτως, «τεχνικές προσωποποίησης» (personalization techniques) προσαρμόζουν τη διαθέσιμη διαδικτυακή πληροφορία στις προτιμήσεις και τους περιορισμούς των χρηστών, μεταβάλλοντας τη φιλοσοφία του marketing από το μαζικό marketing στο προσωποποιημένο marketing.

Σε ενδιάμεσο επίπεδο, προηγμένοι αλγόριθμοι τεχνητής νοημοσύνης σε συνδυασμό με την ύπαρξη μεγάλων δεδομένων, δημιουργούν συστήματα πρόγνωσης (forecasting), τα οποία μπορούν να πραγματοποιήσουν προβλέψεις για την τουριστική ζήτηση, την ανάπτυξη στρατηγικών marketing, τη χρηματοοικονομική διαχείριση και τον καταμερισμό ανθρωπίνου δυναμικού, καθώς και να υποστηρίξουν τη διαχείριση εγκαταστάσεων, εξοπλισμού και αναγκών συντήρησης.4 Η τρέχουσα θεωρία περί διαχείρισης κρίσεων θα αποκτήσει νέα δυναμική, σε πρακτικό επίπεδο, με τη χρήση αυτών των μοντέλων και με τη διαμεσολάβηση κβαντικών υπολογιστών.

Κατά τη διάρκεια, εν συνεχεία, του ταξιδιού, η εμπλοκή της ανάλυσης μεγάλων δεδομένων διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην αποκρυστάλλωση του πλήρους profile του επισκέπτη, κυρίως μέσω της ηλεκτρονικής αποτύπωσης των μη – διαδικτυακών του κινήσεων (δεδομένα μέσω GPS, συσκευές Bluetooth, Internet of Things, POS). Υπάρχει, βέβαια, πλέον, η δυνατότητα αυτόματης καταγραφής των βιομετρικών και συναισθηματικών δεδομένων των επισκεπτών μέσω θερμικών εικόνων κι αναγνώρισης προσώπου. Ωστόσο, η πλέον σύγχρονη εργαλειοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης αφορά στη συναισθηματική ανάλυση του περιεχομένου που δημιουργούν και διαμοιράζονται οι επισκέπτες (user – generated content) μέσω των μεγάλων πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης (εικόνες, videos, ηχογραφήσεις) τόσο κατά τη διάρκεια της ταξιδιωτικής εμπειρίας όσο και μετά από αυτή.

H «νοημοσύνη περιβάλλοντος» (ambient intelligence) αναφέρεται στη δυνατότητα ηλεκτρονικά ευέλικτων περιβαλλόντων να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις των επισκεπτών (για παράδειγμα, ένα δωμάτιο ξενοδοχείου προσαρμόζει τη θερμοκρασία, το φωτισμό και τη μουσική του ανάλογα με τη διάθεση του πελάτη με ή και χωρίς παρότρυνσή του). Στην κατεύθυνση της βελτιστοποίησης της εμπειρίας του επισκέπτη κινείται και η επεξεργασία φυσικής γλώσσας από ηλεκτρονικά συστήματα συνομιλίας (chatbots, voice assistants) μέσω φωνητικής αναγνώρισης,

τεχνολογία η οποία προϋποτίθεται για τις αυτοματοποιημένες μεταφράσεις που εκμηδενίζουν τις ανησυχίες των επισκεπτών περί γλωσσικών φραγμών.5 Τέλος, η αναγνώριση προσώπου μπορεί να χρσιμοποιηθεί στην ηλεκτρονική επαλήθευση προσώπων κατά την άφιξη (check – in) στο κατάλυμα ή ακόμα και για την αναγνώριση των συναισθημάτων των ατόμων που διέρχονται από καθορισμένο σημείο ενδιαφέροντος (για παράδειγμα, εντοπισμός βαθμού ευχαρίστησης όσων φεύγουν από τον πρωϊνό buffet).

Ο επικουρικός χαρακτήρας των πολιτικών της Ε.Ε. στον τομέα του ψηφιακού τουρισμού, στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λισαβόνας,6 βασίζεται, κυρίως, σε δύο επιμέρους προγράμματα που λειτουργούν συμπληρωματικά μεταξύ τους. Το χρηματοοικονομικό πρόγραμμα «Ψηφιακή Ευρώπη», συνολικού προϋπολογισμού 7,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, υποστηρίζει έργα στους τομείς των υπερυπολογιστών, της τεχνητής νοημοσύνης, της κυβερνοασφάλειας, των προχωρημένων ψηφιακών δεξιοτήτων και των κοιτίδων ψηφιακής καινοτομίας (digital innovation hubs), με στόχο την «ψηφιακή μετάβαση» με, ταυτόχρονη, περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση.7 Το συγκεκριμένο πρόγραμμα συνδέεται οργανικά με το κεντρικό χρηματοδοτικό πρόγραμμα «Ορίζων Ευρώπη» (προϋπολογισμού 95,5 δισεκατομμυρίων ευρώ) και, πιο συγκεκριμένα, με το τέταρτο τμήμα περί ψηφιοποίησης, βιομηχανίας και διαστήματος του δευτέρου πυλώνα και τον τρίτο πυλώνα περί της καινοτόμου Ευρώπης.8 Όπως καθίσταται αντιληπτό, ο κοινοτικός ψηφιακός τουρισμός δεν αποτελεί αυτόνομη κατηγορία πολιτικών, αλλά εντάσσεται, οργανικά και χρηματοπιστωτικά, στο σώμα ευρυτέρων πολιτικών περί αναπτυξιακής πολιτικής, ανταγωνιστικότητας και καινοτομίας κι ενισχύει το συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ κρατών – μελών μέσω της διάχυσης κι ανταλλαγής ορθών πρακτικών (best practices).

Σε στενή συνάρτηση με τις σχεδιαζόμενες ψηφιακές πολιτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο τουρισμού, ο στόχος περί ψηφιακής σύγκλισης παραμένει, ακόμα, ζητούμενο. Σύμφωνα με την τυπολογία Espring – Andersen, τα χαρακτηριστικά των κρατών πρόνοιας εξηγούν τον τρόπο με τον οποίο διαφορετικά θεσμικά, κοινωνικοπολιτικά και ιστορικά χαρακτηριστικά τους επιδρούν καταλυτικά στο βαθμό ψηφιοποίησης των τουριστικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ).9 Τυποποιούνται τρεις κατηγοριοποιήσεις: αρχικά, οι σκανδιναβικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (με το μεγαλύτερο ποσοστό δαπανών κράτους πρόνοιας) εμφανίζουν τα υψηλότερα επίπεδα ψηφιοποίησης στον τουρισμό. Ακολούθως, οι Αγγλοσαξωνικές (νεο – φιλελεύθερες),

οι Μεσογειακές (εξαρτώμενες από κρατικές πελατειακές σχέσεις) και, σε τελευταίο στάδιο, οι Ηπειρωτικές (κορπορατιστικές) ομαδοποιήσεις επιχειρήσεων παρουσιάζουν, κατά σειρά αναφοράς, μεσαία επίπεδα ψηφιοποίησης στο εύρος του 50% – 60%. Τέλος, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (μετά – κομμουνιστικές δημοκρατίες) κι οι τουριστικές ΜΜΕ τους αποδεικνύεται ότι υπολείπονται, ψηφιακά, της υπόλοιπης Ευρώπης με ποσοστό κάτω του 50% να ενσωματώνει μεσαία επίπεδα ψηφιοποίησης.

Συμπερασματικά, η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών (και) στη διαμόρφωση τουριστικού προϊόντος προστιθέμενης αξίας στην, κλυδωνιζόμενη από συνεχείς κρίσεις, Ευρώπη συνιστά το μέσο με το οποίο θα μπορεί να αναθεωρεί την ταυτότητά της στην πορεία της προς την πολιτικοοικονομική ολοκλήρωση και να αναδιαρθρώνει το παραγωγικό της μοντέλο συνεχώς. Στην περίπτωση που η χρήση αυτών των μέσων ιδωθεί ως αυτοσκοπός, η μηχανοποίηση του ανθρώπου κι ο αντίκτυπός της στο ρομποτοποιημένο κοινωνικό μοντέλο (μέσω αναπροσαρμογών στον ανθρώπινο νευρογλωσσικό προγραμματισμό) δύναται να οδηγήσει στην «τεχνολογία της επικινδυνότητας»10 και το ψηφιακό τουριστικό προϊόν να καταστεί δέσμιο ημιτελών αυτοματοποιήσεων λόγω υψηλού κόστους ευκαιρίας.

* Ο Αντώνης Τσαχάκης είναι πολιτικός επιστήμων, απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών