ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ: ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Του Νίκου Χ. Κουτζαμπάση- Διοικητικός Επιστήμονας
Είναι πλέον πασιφανές ότι η λεγόμενη οικονομική κρίση δεν μπορεί να νοείται πια μόνο ως τέτοια. Αρχικά, μετεξελίχθηκε σε κρίση πολιτική και αργότερα σε κρίση κοινωνική. Αν θέλουμε να είμαστε ψυχρά υπολογιστικοί, άρα καθόλου επηρεασμένοι από συναισθήματα αισιοδοξίας, αν δηλαδή δούμε τα ποσοστά ανεργίας αλλά και γενικότερα τους δημοσιονομικούς δείκτες, τότε θα παρατηρήσουμε ότι ενδεχομένως η κρίση να μετεξελιχθεί και σε ανθρωπιστική κρίση. Σενάριο παρατραβηγμένο αλλά όχι απίθανο.
Σε ένα λαό, η ελπίδα εκπορεύεται από τους ηγέτες του· από τους ανθρώπους αυτούς δηλαδή, που θα επωμιστούν το βάρος των ευθυνών και θα κινητοποιήσουν πρωτίστως τους ζωοποιούς πόρους της κοινωνίας και κατ’ επέκταση, τους αναπτυξιακούς πόρους της οικονομίας. Οι ηγέτες αυτοί δραστηριοποιούνται εντός του πολιτικού συστήματος και διέπονται από τους κανόνες και τις πρακτικές του. Σε αυτή την έκφανση της κρίσης, την πολιτική, θα εμβαθύνουμε στο παρόν άρθρο.
I. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ
Με την πτώση της δικτατορίας, άρχισε μια νέα εποχή για τη χώρα. Μια εποχή ανοικοδόμησης, κυρίως σε επίπεδο δημοκρατικών αξιών. Πάνω σε αυτό το μοτίβο αναπτύχθηκαν και τα οικονομικά, παραγωγικά και αναπτυξιακά πρότυπα της χώρας. Όλοι άρχισαν να έχουν πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που πριν ήταν μόνο για τους λίγους (υγεία, παιδεία κλπ.). Το τελευταίο έχει διττό νόημα: Αφενός, επέφερε κοινωνική ισότητα. Όλοι είχαν δικαίωμα σε πρωτεύουσας σημασίας αγαθά. Αφετέρου, ο τρόπος, και κυρίως τα μέσα για αυτή την κοινωνική πολιτική δεν ήταν σωστά, αφού ως επί το πλείστον, έγιναν με δάνεια που σύναπτε το κράτος.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, και το οικονομικό μοντέλο της χώρας ανέπτυξε εξ’ αρχής παθογένειες. Αναπτύξαμε κυρίως τον τριτογενή τομέα παραγωγής (υπηρεσίες) και μάλιστα με το χειρότερο τρόπο: Σχεδόν τα πάντα τα έλεγχε το κράτος όποτε η λειτουργία των υπηρεσιών απαιτούσε δημοσίους υπαλλήλους. Το τελευταίο, σε συνδυασμό με το πελατειακό κράτος που ενδημεί στην Ελλάδα, οδήγησε σε έναν υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα.
Αλλά και για όσους αποφάσισαν να παραμείνουν στον πρωτογενή τομέα παραγωγής (γεωργία) , το κράτος φρόντισε για αυτούς (βλ επιδοτήσεις ΕΕ). Τέλος, όσοι αποφάσισαν να παραμείνουν στο δευτερογενή τομέα, ζούσαν από την ευμάρεια των άλλων αλλά και κλέβοντας το κράτος μην καταβάλλοντας τις υποχρεώσεις τους.
Για να συμβούν όλα αυτά, δεν έφταιγαν μόνο οι πολίτες ή μόνο οι δημόσιοι λειτουργοί που έκαναν τα στραβά μάτια αλλά και το ίδιο το πολιτικό σύστημα το οποίο δεν έλεγχε το διοικητικό μηχανισμό του για ευνόητους λόγους.
Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η παραπάνω αναφορά σε διεφθαρμένη διοίκηση και διεφθαρμένους πολίτες σαφώς και δεν αφορά το σύνολο της διοίκησης και το σύνολο των πολιτών αντίστοιχα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Η αναφορά αφορά κάποιους από αυτούς, πλειοψηφία ή μειοψηφία δεν έχει πια σημασία.
Για τις ατασθαλίες του παρελθόντος χρειάστηκαν οι ευλογίες του πολιτικού συστήματος, όχι μόνο των δύο κομμάτων που εναλλάσσονταν στην εξουσία (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ), αλλά και των άλλων κομμάτων, που το ανέχονταν. Διότι κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι δε γνώριζαν. Όλα όμως κάποτε φτάνουν σε ένα τέλος, έτσι και το πολιτικό σύστημα.
II. Η ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ
Το 2009, όταν το πολιτικό σύστημα παραδέχθηκε το πρόβλημα, ουσιαστικά βρέθηκε μπροστά στην πρώτη μεγάλης έκτασης κρίση από το 1975. Και μάλιστα, μια κρίση για την οποία ήταν υπεύθυνο το ίδιο. Τότε ήταν που άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου και το πολιτικό σύστημα καταρρακώθηκε στα μάτια των Ελλήνων. Τα σκάνδαλα που ήρθαν στο φώς σιγά- σιγά αποδομούν το πολιτικό σύστημα. Οι πολίτες δεν το εμπιστεύονται πια. Η τελευταία, διπλή, εκλογική αναμέτρηση το καταδεικνύει με εμφατικό τρόπο. Είναι πρωτοφανές, με έναν εκλογικό νόμο που φτιάχτηκε για να ευνοεί ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις να προκύπτει κυβέρνηση συνασπισμού.
Αλλά τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα στο πολιτικό σύστημα; Όσον αφορά τα δύο, πρώην πλέον, μεγάλα κόμματα εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, σήμερα βρίσκονται σε μια ιδιότυπη σχέση που θυμίζει λυκοφιλία αλλά ταυτόχρονα και μια απέλπιδα προσπάθεια αμφότερων να επιβιώσουν. Εκεί αποσκοπεί άλλωστε και αυτή η κυβερνητική συνεργασία που σε άλλες εποχές θα ήταν εξωφρενική αν όχι απίθανη.
Το ΠΑΣΟΚ, από ότι δείχνουν τα δημοσκοπικά στοιχεία, είναι πολύ δύσκολο να ανακάμψει, σε σημείο που ακόμα και η ίδια του η ύπαρξη να τίθεται εν αμφιβόλω. Από την άλλη, η ΝΔ βρίσκεται σε σχετικά καλύτερη θέση αλλά και αυτή έχει να αντιμετωπίσει διάφορα προβλήματα.
Με την αποτυχία του ΛΑΟΣ να μπει στη Βουλή, η ΝΔ πίστεψε ότι όλη η πατριωτική δεξιά θα της πήγαινε πεσκέσι από τον κύριο Καρατζαφέρη. Το κόμμα των ΑΝΕΛ μάλλον δεν το ελάμβανε και πολύ στα σοβαρά. Όχι άδικα, αφού το εν λόγω κόμμα περιορίζεται σε μια μονοδιάστατη αντιμνημονιακή ρητορική και πέραν τούτου ουδέν. Αυτό όμως που δεν υπολόγισε η ΝΔ είναι η έκρηξη της ΧΑ που κατέλαβε έδρες στη Βουλή για πρώτη φορά στην ιστορία της ( ανάλυση για τη ΧΑ θα ακολουθήσει παρακάτω). Πλέον η ΝΔ «αιμορραγεί» προς τη ΧΑ. Φαίνεται άλλωστε από τα τελευταία δημοσκοπικά στοιχεία που την εμφανίζουν τρίτη δύναμη.
Συνεχίζοντας, η περίπτωση της ΧΑ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Ένα ακραιφνώς φασιστικό κόμμα κατάφερε να μπει στη Βουλή και μάλιστα να συγκινεί πλέον όλο και περισσότερους ψηφοφόρους. Βέβαια, εν πολλοίς η ΧΑ είναι ένα κόμμα που βολεύει το κατεστημένο πολιτικό σύστημα, αφού με σημαία το φόβο για το φασισμό, του δίνει πεδίον δόξης λαμπρόν για βερμπαλισμούς.
Βέβαια, αν δει κανείς τους ψηφοφόρους της ΧΑ, θα καταλάβει ότι πρόκειται για ανθρώπους χαμηλού μορφωτικού επιπέδου καθώς και νέους ψηφοφόρους, κυρίως παιδιά 18 χρονών που ψήφησαν για πρώτη φορά, οι οποίοι το πιο πιθανό είναι να μην ξέρουν τι πρεσβεύει η ΧΑ. Συνεπώς, είναι πολύ λίγοι αυτοί που από ιδεολογία ψηφίζουν ΧΑ. Μένει να αποδειχθεί στην πράξη αν το εν λόγω κόμμα καταφέρει να κάνει πιστούς ψηφοφόρους του όλους αυτούς που το ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές, δηλαδή πέραν από τους σταθερούς ψηφοφόρους του. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι κάπως έτσι ανέβηκε στην εξουσία και ο Χίτλερ.
Τέλος η Αριστερά παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Πέρα από το ΚΚΕ που συνεχίζει την παλαιάς κοπής αλλά έντιμα σταθερή ρητορική του, η ΔΗΜΑΡ αφού υπέστη πανωλεθρία με τη συμμετοχή της στον κυβερνητικό συνασπισμό, έχοντας το ρόλο του «φτωχού συγγενή», παίζει πλέον την είσοδο της στη Βουλή και γι’ αυτό προσπαθεί να δημιουργήσει έναν αριστερό πολιτικό πόλο. Εγχείρημα μάλλον δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, αφού κανένα αριστερό κόμμα δε θέλει να ταυτιστεί μαζί της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από εκεί που βρισκόταν σε ποσοστά 3,5% -5% βρέθηκε στο δυσθεώρητο 27% και στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η πράξη έδειξε ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί τη νέα αυτή κατάσταση, γι’ αυτό και έχει κολλήσει στα εν λόγω ποσοστά. Ας μην ξεχνάμε, ότι μόλις πρόσφατα μετεξελίχθηκε σε ενιαίο κόμμα. Ακόμα όμως και έτσι, πήρε τόσα στελέχη του λεγόμενου παλαιού ΠΑΣΟΚ, που σε συνδυασμό με το πρόγραμμα που παρουσιάζει, παραλληλίζεται με το ΠΑΣΟΚ της Αλλαγής και ο Τσίπρας με τον Ανδρέα Παπανδρεου. Μένει βέβαια να το κρίνει η ιστορία.
III. ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ;
Είναι προφανές πλέον, ότι το πολιτικό σύστημα όπως το ξέραμε δεν μπορεί να υπάρξει πια κατά τρόπο που να φαίνεται, έστω και στοιχειωδώς, φερέγγυο. Το πολιτικό σύστημα είχε την ευκαιρία να μετεξελιχθεί σε κάτι καλύτερο. Να αναγνώριζε τα λάθη του, να τα διόρθωνε και βέβαια να προχωρούσε στην αυτοκάθαρσή του. Σε μια ειλικρινή αυτοκάθαρση και όχι μόνο σε επίπεδο προεκλογικού λόγου. Να απέβαλλε δηλαδή, όλα εκείνα τα στοιχεία που το κρατούσαν καθηλωμένο στον παλιό κακό εαυτό του και να εισήγαγε νέα, προσαρμοσμένα τόσο στην εποχή όσο και στις ιδιαίτερες περιστάσεις, μέσα στις οποίες καλείται να δράσει.
Η ευκαιρία αυτή χάθηκε και τώρα με μια χώρα να πελαγοδρομεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, καθώς και με μια δημόσια συζήτηση, η οποία στηρίζεται συνήθως, σε στατιστικά στοιχεία που βγαίνουν τεχνηέντως από τα κομματικά επιτελεία (κυρίως του κυβερνητικού συνασπισμού) με απώτερο σκοπό την εσωτερική κατανάλωση και τελικά τη χειραγώγηση των μαζών, δεν είναι δυνατή η ουσιαστική αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Είναι σαν τα συστατικά στοιχεία του συστήματος (κόμματα) να μην επιθυμούν αυτήν την αλλαγή. Σα να θέλουν να το πάνε ως το τέλος.
Αυτό που πρέπει να γίνει (και που μοιραία κάποια στιγμή θα γίνει) είναι μια εκ βάθρων αλλαγή του πολιτικού συστήματος, αρχής γενομένης με το εκλογικό σύστημα. Είναι πια επιτακτική, η υιοθέτηση του συστήματος της απλής αναλογικής σε μόνιμη βάση. Έτσι, η βούληση του λαού θα αποτυπώνεται κατά τρόπο ακριβή στο κοινοβούλιο, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος θα καθίσταται πιο ουσιώδης και βέβαια θα περιοριστούν τα μικροκομματικά παιχνίδια αφού το ένα κόμμα θα έχει ανάγκη το άλλο για να προκύψει κυβέρνηση. Τέλος, θα σταματήσει η γελοιότητα το πρώτο κόμμα να κερδίζει, για παράδειγμα 120 έδρες και να εκπροσωπείται στη Βουλή από 170 βουλευτές, λόγω μιας σκανδαλώδους ρύθμισης που νοθεύει τη λαϊκή ετυμηγορία. Επίσης, θα πρέπει να υιοθετηθεί μόνιμα η σταυροδοσία και να σταματήσει το εξάμβλωμα της λίστας, που ουσιαστικά βολεύει μόνο την εσωκομματική ειρήνη στο εκάστοτε κόμμα.
Σε επίπεδο προσώπων θα πρέπει να υπάρξουν περιορισμοί στην επανεκλογή των βουλευτών ούτως ώστε να ανακυκλώνεται το πολιτικό προσωπικό και βεβαίως να μην έχει κανείς δεδομένη την έδρα του στη Βουλή.
Για να γίνουν όλα τα παραπάνω, είναι αναγκαίο ένα ουσιώδες συστατικό, το οποίο δυστυχώς λείπει από την Ελληνική πολιτική σκηνή. Ηγέτες! Άνθρωποι, δηλαδή, που θα βάλουν το μέλλον της χώρας και του λαού πάνω από το προσωπικό τους και δε θα υπολογίσουν το πολιτικό κόστος. Άνθρωποι με όραμα, που θα κινητοποιήσουν τους Έλληνες και θα φέρουν πραγματική ανάπτυξη στη χώρα.
Είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα βρεθούν αυτοί οι ηγέτες. Τα ερωτήματα είναι πότε, με ποιον τρόπο θα αναλάβουν τα ηνία της χώρας και κυρίως ποια θα είναι τότε η κατάσταση της χώρας,
Οψόμεθα!