Ευρωπαϊκή Ένωση υγείας: Πολιτικές δημόσιας υγείας εν καιρώ πανδημίας
Πάνω από μια δεκαετία η Ευρωπαϊκή Ιδέα δοκιμάστηκε απανωτά και δοκιμάζεται, ακόμα, από τρεις διαδοχικές και αλληλοκαλυπτόμενες κρίσεις που απειλούν την ίδια την υπαρξιακή και αξιακή της ταυτότητα: χρηματοπιστωτική κρίση που οδήγησε σε κρίση χρέους (2008), μεταναστευτική κρίση (2015) και επιδημιολογική κρίση (2020).
Γράφει ο Αντώνης Τσαχάκης*
Η τελευταία, μάλιστα, θέτει υπό αμφισβήτηση σημαντικές πτυχές του «κοινωνικού κεκτημένου» της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και, προπάντως, τις αρχές της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών – μελών της και της αμοιβαιότητας. Σ’αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, εντάσσονται οι κοινοτικές προβλέψεις για τον τομέα της δημόσιας υγείας και η αντίστοιχη κριτική που ασκείται επί των προβλέψεων αυτών.
Με το ξέσπασμα του πρώτου επιδημικού κύματος, η αρχική, ενστικτώδης αντίδραση των επιμέρους κρατών – μελών ήταν η λήψη μονομερών μέτρων για την αποτροπή της εξάπλωσης της πανδημίας, η συγκέντρωση ϊατρικών εφοδίων χωρίς συντονισμό και, γενικότερα, η επαναφορά πρακτικών κρατικού προστατευτισμού προκειμένου να διασφαλίσουν τα έννομα συμφέροντά τους.
Σ’αυτή τη λογική κινήθηκε, αργότερα, κι ο λεγόμενος «υγειονομικός εθνικισμός» ομάδας κρατών του εύπορου Βορρά (π.χ. Γερμανία) σε σχέση με τη δυνατότητα προμήθειας πολύ μεγαλύτερου μεριδίου δόσεων εμβολίων στην περίπτωση που ενεργούσαν μονομερώς, χωρίς κοινό πλαίσιο προμηθειών με τα υπόλοιπα κράτη – μέλη (καθώς οι φαρμακοβιομηχανίες παραγωγής εμβολίων εδράζονται στην επικράτειά τους).
Ακολούθως, σε δεύτερο χρόνο, ήρθε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εγκρίνει τα μέτρα που είχαν, ήδη, ληφθεί από τα κράτη, ενεργοποιώντας τη ρήτρα γενικής εξαίρεσης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) κι αναστέλλοντας την εποπτεία των κρατικών ενισχύσεων.
Στο χρηματοπιστωτικό τομέα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) άμβλυνε τα κριτήρια ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και ενεργοποίησε ένα έκτακτο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων για να έρθει η έγκριση, τέλος, από την Επιτροπή του προγράμματος ¨SURE¨ ύψους έως εκατό δισεκατομμυρίων ευρώ, συνολικά, ώστε να καλύψει τις άμεσες κι έμμεσες ανάγκες καταπολέμησης της πανδημίας.
Κι ενώ, κατά την περίοδο της δημοσιονομικής πειθαρχίας και σύγκλισης κατά την περίοδο της κρίσης χρέους, αρκετά κράτη – μέλη υποχρηματοδοτούσαν τα εθνικά συστήματα υγείας, το υγειονομικό χάσμα εντός της Ένωσης διευρυνόταν.
Για παράδειγμα, ο αριθμός κλινών μονάδων εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) παρουσιάζει σημαντική απόκλιση (η Γερμανία διαθέτει 29,2 κλίνες ανά 100.000 άτομα, ενώ η Πορτογαλία, μόλις, 4,2 κλίνες αντιστοίχως) και η κατανομή πόρων εντός των ιδίων εθνικών συστημάτων βαθιές ανισορροπίες.
Επιπλέον, σε κεντρικό επίπεδο Ε.Ε. απουσιάζει μία κοινή πολιτική για την Υγεία («ευρωπαϊκό δικαίωμα στην υγεία» το είχε χαρακτηρίσει ο καθηγητής Joan Costa – Font) που να θεμελιώνει τη δημόσια υγεία ως θεμελιώδες, δημόσιο αγαθό για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες. Συνεπώς, αναμένεται αναβάθμιση του χαρτοφυλακίου της Επιτρόπου Υγείας και Ασφάλειας Τροφίμων κι έχει, ήδη, δρομολογηθεί χρηματοδοτική διευκόλυνση για το αυτόνομο πρόγραμμα υγείας από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο εντός του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου (ΠΔΠ) 2021 – 2027.
Εξ’άλλου, η ευθύνη κι η αντίστοιχη κανονιστική αρμοδιότητα της οργάνωσης, διαχείρισης κι εποπτείας συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης και παροχής της, εναπόκειται, πρωτίστως, στις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών – μελών.
Η δράση της Ε.Ε. έχει υποστηρικτικό και συντονιστικό χαρακτήρα, συμπληρωματικά προς τις αντίστοιχες δράσεις των μελών της (αρχή της επικουρικότητας) με άξονα αναφοράς τον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων («κοινωνικός πυλώνας»).
Επικουρικώς και σύμφωνα με την αρχή της εγγύτητας, οι κανονιστικές αποφάσεις εντός της κοινότητας πρέπει να λαμβάνονται σε δομές κατά το δυνατόν πλησιέστερες προς εκείνους τους οποίους αφορούν, γεγονός που διασφαλίζει το σεβασμό των εθνικών ταυτοτήτων και των τοπικών αρμοδιοτήτων.
Η νομική βάση για την πολιτική της Ε.Ε. στον τομέα της υγείας είναι το άρθρο 168 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το οποίο ορίζει ότι εξασφαλίζεται υψηλού επιπέδου προστασία της υγείας σε όλες τις πολιτικές και δράσεις της Ένωσης.
Σε αντίθεση με την ευθύνη αρκετών κυβερνήσεων ως προς τη διόγκωση των δημοσιονομικών τους ελλειμμάτων την περίοδο της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης, η τρέχουσα εκτόξευση των δημοσίων χρεών των κρατών – μελών αποδίδεται στον εξωγενή παράγοντα της πανδημίας και προς τούτο παρέχεται μια πληθώρα χρηματοδοτικών κι επενδυτικών εργαλείων από τα θεσμικά όργανα και τα διαρθρωτικά ταμεία της Ένωσης:
α) το πρόγραμμα «ΕΕ για την υγεία 2021 – 2027» (EU4Health), προϋπολογισμού 5,1 δισεκατομμυρίων ευρώ, προσπαθεί να βελτιώσει την ικανότητα των συστημάτων υγείας των κρατών – μελών να αντιμετωπίσουν μελλοντικές υγειονομικές απειλές με έμφαση στις στρατηγικές για διασυνοριακές πολιτικές, να ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ κρατών – μελών με στόχο την ορθολογικότερη χρήση των πόρων του όλου εγχειρήματος και να δημιουργήσει συνθήκες καλύτερου συντονισμού για επίτευξη οικονομιών κλίμακας και καλύτερης μεταφοράς τεχνολογίας,
β) το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο χρηματοδοτεί προσπάθειες βελτίωσης πρόσβασης των ευάλωτων ομάδων πληθυσμού στην υγειονομική περίθαλψη,
γ) το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) συνεχίζει τη χρηματοδότηση περιφερειακών δομών υγείας,
δ) το πρόγραμμα «Ορίζων Ευρώπη» χρηματοδοτεί δράσεις ανάπτυξης έρευνας και καινοτομίας στον τομέα της υγείας,
ε) το πρόγραμμα ¨RescueEU¨ ενισχύει τα διαθέσιμα αποθέματα και τις επείγουσες ϊατρικές προμήθειες και στ) το πρόγραμμα «Ψηφιακή Ευρώπη» αναπτύσσει ψηφιακά εργαλεία υγείας και δημιουργεί τις ανάλογες υποδομές.
Όπως είναι γνωστό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι υπόλογη για τη διαχείριση των κοινοτικών πόρων, η οποία διενεργείται σε επιμερισμό με τα εθνικά Ανώτατα Όργανα Ελέχγου (ΑΟΕ).
Συνεπικουρικά προς τη διάθεση των παραπάνων χρηματοδοτικών μηχανισμών, κοινοί μηχανισμοί και οργανισμοί αναβαθμίζουν την επιχειρησιακή ετοιμότητα της Ένωσης ενόψει των προβλεπόμενων υγειονομικών απειλών της μικροβιακής αντοχής, του δημογραφικού προβλήματος, των οικονομικών ανισοτήτων και της κλιματικής αλλαγής.
Η ενιαία στρατηγική στον τομέα του φαρμάκου αποσκοπεί στην απρόσκοπτη κι ισότιμη πρόσβαση των Ευρωπαίων πολιτών στα διαθέσιμα φάρμακα με λογική τιμολόγηση, ενώ ανοικτή παραμένει η συζήτηση για το Ευρωπαϊκό Μητρώο Ηλεκτρονικής Υγείας.
Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Άμεσης Απόκρισης στον τομέα της υγείας (συμπεριλαμβανομένης της σύστασης ομάδας ανεξαρτήτων εμπειρογνωμώνων δημόσιας υγείας σε τοπικό επίπεδο) και η ευρωπαϊκή πύλη επικοινωνίας με το ευρύ κοινό σε θέματα υγειονομικής πληροφόρησης συνιστούν απαραίτητα βήματα προκειμένου να υπάρξει εμβάθυνση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών.
Ακόμα πιο εμφατικά, προβλέπεται αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA), όργανα που, ούτως ή άλλως, έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην, έως σήμερα, διαχείριση του ϊού.
Συμπερασματικά, πολιτικές πρωτοβουλίες για τη στήριξη των συστημάτων υγείας των ασθενέστερων, υγειονομικά, χωρών και βελτίωσης της επιχειρησιακής ετοιμότητας της Ένωσης ενόψει μελλοντικών προκλήσεων κρίνονται, πλέον, επιβεβλημένες, κάνοντας χρήση της «ανοικτής μεθόδου συντονισμού» (ΑΜΣ), των χρηματοπιστωτικών και ρυθμιστικών δυνατοτήτων που διαθέτει.
Κατά την εποχή της αποπαγκοσμιοποίησης (deglobalisation) και του κατακερματισμού της διεθνούς ισχύος, η πολυτέλεια της περιχαράκωσης στα κοινοτικά κεκτημένα και της στασιμότητας ως προς τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει παρέλθει. Πόσο, δε, μάλλον, που το ιστορικό γίγνεσθαι τείνει προς μια συνεχή αλληλουχία εντόνων και αλληλοεξαρτωμένων παγκοσμίων κρίσεων και τα διασυνοριακά προβλήματα θα αποτελούν τον κανόνα του Νέου Κόσμου.
*Ο Αντώνης Τσαχάκης είναι πολιτικός επιστήμων, απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών